φρενοκλόπος

φρενοκλόπος
φρενο-κλόπος, ον,
A stealing the understanding, deceiving,

Ἔρως APl.4.198

(Maec.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] …   Dictionary of Greek

  • φρενοκλόπε — φρενοκλόπος stealing the understanding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοκλοπώ — έω, Α [φρενοκλόπος] (κατά τον Ησύχ.) «φρενοκλοπεῑ έξαπατᾷ» …   Dictionary of Greek

  • φρενοληστής — ὁ, Α αυτός που εξαπατά τον νου, φρενοκλόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + λῃστής] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”